οινοθήρας

οινοθήρας
οἰνοθήρας ὁ (Α)
(πιθ. γρφ.) φυτό τού οποίου η ρίζα είχε οσμή οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό τού οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οινοθηρίς — οἰνοθηρίς και ὀνόθηρις, ἡ (Α) [οινοθήρας] το φυτό οινοθήρας* …   Dictionary of Greek

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • οινάγρα — οἰνάγρα, ἡ (Α) είδος βοτάνου, ο οινοθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ άγρα)] …   Dictionary of Greek

  • οινοθήρα — (Oenothera). Γένος φυτών της οικογένειας των οινοθηριδών ή οναγριδών, της τάξης των μυρτωδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τη Βόρεια Αμερική και το συναντάμε κυρίως στο δυτικό ημισφαίριο. Είναι φυτό ποώδες, μονοετές ή πολυετές. Τα άνθη του μένουν …   Dictionary of Greek

  • ονάγρα — η (ΑΜ ὀνάγρα) το φυτό ροδοδάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγρα «κυνήγι». Το φυτό αυτό παραδίδεται και ως οἰνοθήρας (βλ. και λ. ονοθήρας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”